οστεομαλακικός, -ή, -ό
osteomalakikο΄s, -i΄, -ο΄
osteomalacic
οστιομαλάσικ
Προφορά
Ερμηνεία:
Αυτός που οφείλεται ή έχει προκύψει συνεπεία παρουσαίας οστεομαλακίας. Η οστεομαλακία είναι νόσαος που οφείλεται σεχρόνια έλλειψη της βιταμίνης D3, ασβεστίου και φωσφόρου στους ενηλίκους.
Χαρακτηρίζεται από μαλάκυνση των οστών, πόνους στα οστά και αδυναμία. Η αντίστοιχη έλλειψη βιταμίνης D3 στα παιδιά προκαλεί ραχίτιδα.
Ετυμολογία:
οστεο- (osteo-) + μαλακία (μαλάκυνση), (Greek, malakia, (softness)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
L D Quarles, V W Dennis, H J Gitelman, J M Harrelson, M K Drezner
J Clin Invest. 1985 May; 75(5): 1441–1447. doi: 10.1172/JCI111846
T G Feest, M K Ward, H A Ellis, P Aljama, D N Kerr
Br Med J. 1978 January 7; 1(6104): 18–20.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Μεταβολικά νοσήματα:
|